- ενοθεΐα
- η(φιλοσ.), το να λατρεύει κανείς ένα θεό, χωρίς να αποκλείει την ύπαρξη και άλλων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ενοθεΐα — η (φιλοσ.) η λατρεία ενός θεού χωρίς αποκλεισμό υπάρξεως και άλλων (αποτελεί προβαθμίδα τής μονοθεΐας). [ΕΤΥΜΟΛ. < ενο (< εν ός, εις / ένας) + θεΐα (< θεός)] … Dictionary of Greek